εκπαίδευση

εκπαίδευση
η
1. η προσπάθεια της ενήλικης γενιάς να επιδράσει στην ανήλικη με την πνευματική, ηθική και σωματική αγωγή σύμφωνα με ορισμένο σχέδιο και για ορισμένο σκοπό, διαπαιδαγώγηση.
2. η ανάπτυξη των πνευματικών, ηθικών και σωματικών δυνάμεων, που γίνεται με τη διδασκαλία σύμφωνα με ορισμένο σχέδιο και σκοπό, μόρφωση: Η εκπαίδευση κάνει τους νέους ικανούς για τον αγώνα της ζωής. – Εκπαίδευση νεοσύλλεκτων.
3. ορισμένο στάδιο ή τρόπος παροχής της μόρφωσης με τη διδασκαλία: Μέση εκπαίδευση. – Ιδιωτική εκπαίδευση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εκπαίδευση — Η ανάπτυξη των σωματικών, διανοητικών και ηθικών δυνάμεων του παιδιού· η ανατροφή· η μόρφωση που αποκτάται με τη διδασκαλία, η παιδεία· καθένα από τα στάδια της μόρφωσης που παρέχεται στο σχολείο· η εκγύμναση στα όπλα. Οι πρώτοι που… …   Dictionary of Greek

  • ἐκπαιδεύσῃ — ἐκπαιδεύω bring up from childhood aor subj mid 2nd sg ἐκπαιδεύω bring up from childhood aor subj act 3rd sg ἐκπαιδεύω bring up from childhood fut ind mid 2nd sg ἐκπαιδεύω bring up from childhood aor subj mid 2nd sg ἐκπαιδεύω bring up from… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • οπτικοακουστική εκπαίδευση — Συνοπτικός όρος που χαρακτηρίζει σύγχρονες μεθόδους διδασκαλίας, που οι αρχές τους βρίσκουν εφαρμογή στην βιομηχανία, στην οργάνωση των επιχειρήσεων, στις στρατιωτικές υπηρεσίες και στον τομέα των μέσων μαζικής επικοινωνίας. Υλικά που θεωρούνται… …   Dictionary of Greek

  • παιδεία — Δραστηριότητα η οποία αποσκοπεί στο να μεταδώσει, με τη διδασκαλία, κατά τρόπο οργανικό κατά κανόνα, σειρά θεωρητικών ή πρακτικών γνώσεων. (Γενικότερα ο όρος παιδεία σημαίνει επίσης τη μόρφωση και κάποτε και την καλλιέργεια). Ανάλογα με εκείνον… …   Dictionary of Greek

  • σχολείο — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… …   Dictionary of Greek

  • σχολειό — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”